περιζαφελῶς

περιζαφελῶς
περιζᾰφελῶς, Adv.
A furiously, βοόωσα Epic.in Arch.Pap. 7p.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιζαφελώς — Α επίρρ. πολύ ορμητικά, βιαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζαφελῶς (< ζαφελής «ορμητικός, βίαιος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”